ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Τα κάλαντα που τραγουδούσαν παλιά τα παιδιά στο χωριό μας.« Χριστούγεννα, πρωτούγεννα»
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγάτε, δείτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι κ με γάλα.
Το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο να νίβονται οι κυράδες.
Για ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα
και δώστε μας ότι έχετε αν είναι ορισμός σας.
Αν είστε απ’τους πλούσιους φλουριά μην τα λειπάστε
και αν είστε και απ΄τους πάμφτωχους ένα ζευγάρι κότες.
Στην εκκλησιά να τρέξετε μ’όλη την προθυμία
και του Χριστού να ακούστε την Θεία Λειτουργία.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
παρά σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Δώστε μας κ τον κόκορα, δώστε μας κ την κότα,
δώστε μας κ πέντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Και του χρόνου.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει,Βασίλη μ’ απούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις.
Από την μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Βασίλη μ’ ξέρεις γράμματα πες μας την αλφαβήτα,
Και έλα κόψε μας την πίτα.
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
και η πατερίτσα ήταν χλωρή και αμόλησε κλωνάρι.
Κλωνάρι χρυσοκλώναρο, χρυσοκομποδιασμένο
που το κομπόδιαζε ο Χριστός με το δεξί το χέρι.
Με το δεξί, με το ζερβί με τ’άγιο Ευαγγέλι.
Και του χρόνου.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΦΩΤΩΝ
Τα τραγουδούσαν τα αγόρια την παραμονή των Φώτων.Αύριο είναι των Φωτών γιορτάζουν οι εκκλησίες
και προσκαλούν τους άρχοντες, γερόντους και παιδείες.
Να δράμουν όλοι το λοιπόν με συνδρομή και τάξη.
Τα φοβερά μυστήρια ήρθαν να μας διδάξουν
και ο υπουράνιος θεός έστειλε τον υιό του.
Και λίγο πιο παλιά λέγανε αυτό.
"Σήμερα είν'τα φώτα και ο Φωτισμός
αύριο είναι η Κυρά μας η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει κεριά κρατεί
και του Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και πρόδρομε
δίνεσαι βαφτίζεις Θεόν παιδί,
δίνομαι και σώζω και προθυμώ.
Αύριο θέλω ν'ανέβω σε εφτά ουρανούς
να παρακαλέσω τον Κύριο,
για να ρίξει δρόσο, δροσολοϊά,
να δροστούν οι βρύσες και τα νερά,
να δροστεί και αφέντης με την Κυρά."
Και του χρόνου
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
ο Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια κρατώντας
ένα στολισμένο καλαθάκι τραγουδούσαν:
«Εις την πόλη Βηθανία»
Εις την πόλη Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρον τον αδελφόν τους
τον μικρό και καρδιακό της.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησʹ ο Χριστός για να ρθει
Τότε βγήκε και η Μαρία
Έξω από τη Βηθανία.
«Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινʹ αδελφός μου.
Μα και τώρα γω πιστεύω
Και καλότατα ηξεύρω,
Ότι δύνασʹ αν θελήσεις
Και νεκρούς να αναστήσεις».
«Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω».
Και του χρόνου.
ένα στολισμένο καλαθάκι τραγουδούσαν:
«Εις την πόλη Βηθανία»
Εις την πόλη Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρον τον αδελφόν τους
τον μικρό και καρδιακό της.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησʹ ο Χριστός για να ρθει
Τότε βγήκε και η Μαρία
Έξω από τη Βηθανία.
«Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινʹ αδελφός μου.
Μα και τώρα γω πιστεύω
Και καλότατα ηξεύρω,
Ότι δύνασʹ αν θελήσεις
Και νεκρούς να αναστήσεις».
«Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω».
Και του χρόνου.
Την σταυρωμένη Παρασκευή τα αγόρια
κρατώντας ένα καλάθι τυλιγμένο
γύρω- γύρω με μια μαύρη μαντήλα,
(που συμβόλιζε το πένθος) τραγουδούσαν:
« Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Και ο Χριστός ηθέλησε να μπει σε περιβόλι.
Να λάβει δείπνο μυστικό να το συλλάβουν όλοι.
Τετάρτη τον επιάσανε, Πέμπτη τον τυραννάνε.
Παρασκευή το δείλινο πάνε να τον σταυρώσουν.
Στο Φαραώ παρήγγειλαν για τέσσερα περόνια
και αυτός ο σκυλοφαραό βαρεί και φτιάχνει πέντε.
Συ Φαραέ που τα’ φτιαξες να΄ρθεις να μας διατάξεις.
Τώρα που με ρωτήσατε θα’ρθω να σας διατάξω.
Τα δυο βάλτε στα πόδια του τ’ άλλα τα δυο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του.
Σαν κίνησαν και πήγαιναν τρεις Παρθενές γυναίκες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή η μάνα του Λαζάρου,
του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερες αντάμα,
σαν πήραν το στρατί, στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά κανέναν δεν βλέπει,
κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
Άι Γιάννη αφέντη Άι Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου.
Μην είδες τον γιόκα μου και εσύ τον αναδεκτό σου.
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσωv
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον το ψηλό τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο γιόκας σου και ο αναδεκτός μου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε πέφτει για να πεθάνει...
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμούς να πάει να πέσει.
Εσύ μανούλα μ’αν σφαγείς, σφάζονται οι μάνες όλες.
Εσύ μανούλα μ’αν γκρεμιστείς, γκρεμιούνται οι μάνες όλες.
Βάλτε κρασί στον μαστραπά και αφράτο παξιμάδι
και κάντε μια παρηγοριά να βρίσκεται στον κόσμο.
Και του χρόνου.
κρατώντας ένα καλάθι τυλιγμένο
γύρω- γύρω με μια μαύρη μαντήλα,
(που συμβόλιζε το πένθος) τραγουδούσαν:
« Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Και ο Χριστός ηθέλησε να μπει σε περιβόλι.
Να λάβει δείπνο μυστικό να το συλλάβουν όλοι.
Τετάρτη τον επιάσανε, Πέμπτη τον τυραννάνε.
Παρασκευή το δείλινο πάνε να τον σταυρώσουν.
Στο Φαραώ παρήγγειλαν για τέσσερα περόνια
και αυτός ο σκυλοφαραό βαρεί και φτιάχνει πέντε.
Συ Φαραέ που τα’ φτιαξες να΄ρθεις να μας διατάξεις.
Τώρα που με ρωτήσατε θα’ρθω να σας διατάξω.
Τα δυο βάλτε στα πόδια του τ’ άλλα τα δυο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του.
Σαν κίνησαν και πήγαιναν τρεις Παρθενές γυναίκες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή η μάνα του Λαζάρου,
του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερες αντάμα,
σαν πήραν το στρατί, στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά κανέναν δεν βλέπει,
κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
Άι Γιάννη αφέντη Άι Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου.
Μην είδες τον γιόκα μου και εσύ τον αναδεκτό σου.
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσωv
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον το ψηλό τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο γιόκας σου και ο αναδεκτός μου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε πέφτει για να πεθάνει...
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμούς να πάει να πέσει.
Εσύ μανούλα μ’αν σφαγείς, σφάζονται οι μάνες όλες.
Εσύ μανούλα μ’αν γκρεμιστείς, γκρεμιούνται οι μάνες όλες.
Βάλτε κρασί στον μαστραπά και αφράτο παξιμάδι
και κάντε μια παρηγοριά να βρίσκεται στον κόσμο.
Και του χρόνου.